Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἆρ' ἠμπόληκας

См. также в других словарях:

  • ἠμπόληκας — ἐμπολάω get by barter perf ind act 2nd sg (attic ionic) ἐμπολέω Erster Bericht perf ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπολώ — ( άω) (AM ἐμπολῶ, άω α και έω) μσν. δίνω, προσφέρω αρχ. 1. συσσωρεύω πλούτη, κερδίζω από το εμπόριο 2. αποφέρω κέρδη 3. κερδίζω κάτι, αποκτώ 4. εμπορεύομαι 5. αγοράζω («λαθραίαν ἐμπολωμένη Κύπριν», Ευριπ.) 6. επωφελούμαι από την ψυχική κατάσταση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»